πέμματος

πέμματος
πέμμα
any kind of dressed food
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λειτίνος — λειτῑνος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πέμματος εἶδος» …   Dictionary of Greek

  • ορθοστάδης — ὀρθοστάδης (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος πέμματος» …   Dictionary of Greek

  • σταιτήϊα — τὰ, Α (κατά τον Ησύχ.) «πέμματος εἶδος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σταίς, σταιτός «ζυμάρι» + ηϊα (πρβλ. αριστ ήια)] …   Dictionary of Greek

  • τρίπολις — όλεως, ΝΜΑ, και τρίπολη Ν, και ιων. τ. γεν. όλιος Α 1. (στην αρχ. Ελλάδα) ένωση τριών πόλεων 2. ως κύριο όν. Τρίπολη και Τρίπολις ονομασία διαφόρων πόλεων νεοελλ. άλλη ονομασία τού πετρώματος τριπολίτιδα γη αρχ. 1. αυτός που είχε τρεις πόλεις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”